επιζήμια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιζήμια < επιζήμι(ος) + -α
Επίρρημα
[επεξεργασία]επιζήμια
- κάνοντας ζημιά
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιζήμια
|