επιμηκύνσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
επιμηκύνσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του επιμήκυνση
- εναλλακτικά: επιμήκυνσης
επιμηκύνσεως θηλυκό