επιπωμάτισης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]επιπωμάτισης θηλυκό
- γενική ενικού του επιπωμάτιση
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- επιπωματίσεως (λόγιο)