εσπευσμένως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εσπευσμένως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐσπευσμένως. Συγχρονικά αναλύεται σε εσπευσμέν(ος) + -ως
Επίρρημα
[επεξεργασία]εσπευσμένως
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εσπευσμένως
→ δείτε τη λέξη εσπευσμένα |
Πηγές
[επεξεργασία]- εσπευσμένος & εσπευσμένως - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας