ευαρμόστως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευαρμόστως < αρχαία ελληνική εὐαρμόστως < εὐάρμοστος
Επίρρημα[επεξεργασία]
ευαρμόστως
- (αρχαιοπρεπές) με ευάρμοστο τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευαρμόστως
|