Μετάβαση στο περιεχόμενο

ευτούνο

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

[επεξεργασία]

ευτούνο (ουδέτερο)