εχινοκοκκιάσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εχινοκοκκιάσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του εχινοκοκκίαση
- εναλλακτικά: εχινοκοκκίασης
εχινοκοκκιάσεως θηλυκό