εὐήλιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ευήλιος
Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ εὐήλιος τὸ εὐήλιον οἱ, αἱ εὐήλιοι τὰ εὐήλια
Γενική τοῦ, τῆς εὐηλίου τοῦ εὐηλίου τῶν εὐηλίων τῶν εὐηλίων
Δοτική τῷ, τῇ εὐηλίῳ τῷ εὐηλίῳ τοῖς, ταῖς εὐηλίοις τοῖς εὐηλίοις
Αιτιατική τὸν, τὴν εὐήλιον τὸ εὐήλιον τοὺς, τὰς εὐηλίους τὰ εὐήλια
Κλητική εὐήλιε εὐήλιον εὐήλιοι εὐήλια
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική εὐηλίω
Γενική-Δοτική εὐηλίοιν

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εὐήλιος < εὖ + ἥλιος

Επίθετο

[επεξεργασία]

εὐήλιος, -ος, -ον

  1. ευήλιος, ηλιόλουστος
  2. (για πρόσωπα) που χαίρεται τον ήλιο και (κατ’ επέκταση) πρόσχαρο

Συγγενικά

[επεξεργασία]