ζέρσεϊ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζέρσεϊ < αγγλική jersey < Jersey (Τζέρσεϊ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζέρσεϊ ουδέτερο άκλιτο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]