jersey

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

jersey (en)

  1. μάλλινη μπλούζα
  2. αθλητική φανέλα



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
jersey < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
jersey jerseys

jersey (fr) αρσενικό

  1. το ζέρσεϋ