μπλούζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπλούζα | οι | μπλούζες |
γενική | της | μπλούζας | — | |
αιτιατική | την | μπλούζα | τις | μπλούζες |
κλητική | μπλούζα | μπλούζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπλούζα θηλυκό
- υφασμάτινο ελαφρύ ένδυμα για το πάνω μέρος του σώματος
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
μπλούζα στη Βικιπαίδεια