ζεσταθείτε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]ζεσταθείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ζεσταίνομαι
- θα ζεσταθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ζεσταίνομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ζεσταίνομαι