ζευγαρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζευγαρίζω < μεσαιωνική ελληνική < ζευγάρι + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ζευγαρίζω

Παράγωγα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]