ζοχή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζοχή < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σόγχος (αρσενικό), άγνωστης ετυμολογίας με αλλαγή γένους και ηχηροποίηση [s] > [z] από συμπροφορά με την αιτιατική του άρθρου [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζοχή θηλυκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- στα νέα ελληνικά: ζοχιά (ιδιωματικό, στον πληθυντικό)
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ζοχός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές[επεξεργασία]
- ζοχή - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- σελ. 416, Τόμος Η΄, σελ. 438, Τόμος Η΄ --Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.