ζοχή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζοχή < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σόγχος (αρσενικό), άγνωστης ετυμολογίας με αλλαγή γένους και ηχηροποίηση [s] > [z] από συμπροφορά με την αιτιατική του άρθρου [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζοχή θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]