ζυγίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]ζυγίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος ζυγίζω
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ζυγίζομαι | ζυγιζόμουν(α) | θα ζυγίζομαι | να ζυγίζομαι | ||
β' ενικ. | ζυγίζεσαι | ζυγιζόσουν(α) | θα ζυγίζεσαι | να ζυγίζεσαι | (ζυγίζου) | |
γ' ενικ. | ζυγίζεται | ζυγιζόταν(ε) | θα ζυγίζεται | να ζυγίζεται | ||
α' πληθ. | ζυγιζόμαστε | ζυγιζόμαστε ζυγιζόμασταν |
θα ζυγιζόμαστε | να ζυγιζόμαστε | ||
β' πληθ. | ζυγίζεστε | ζυγιζόσαστε ζυγιζόσασταν |
θα ζυγίζεστε | να ζυγίζεστε | (ζυγίζεστε) | |
γ' πληθ. | ζυγίζονται | ζυγίζονταν ζυγιζόντουσαν |
θα ζυγίζονται | να ζυγίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ζυγίστηκα | θα ζυγιστώ | να ζυγιστώ | ζυγιστεί | ||
β' ενικ. | ζυγίστηκες | θα ζυγιστείς | να ζυγιστείς | ζυγίσου | ||
γ' ενικ. | ζυγίστηκε | θα ζυγιστεί | να ζυγιστεί | |||
α' πληθ. | ζυγιστήκαμε | θα ζυγιστούμε | να ζυγιστούμε | |||
β' πληθ. | ζυγιστήκατε | θα ζυγιστείτε | να ζυγιστείτε | ζυγιστείτε | ||
γ' πληθ. | ζυγίστηκαν ζυγιστήκαν(ε) |
θα ζυγιστούν(ε) | να ζυγιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ζυγιστεί | είχα ζυγιστεί | θα έχω ζυγιστεί | να έχω ζυγιστεί | ζυγισμένος | |
β' ενικ. | έχεις ζυγιστεί | είχες ζυγιστεί | θα έχεις ζυγιστεί | να έχεις ζυγιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ζυγιστεί | είχε ζυγιστεί | θα έχει ζυγιστεί | να έχει ζυγιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ζυγιστεί | είχαμε ζυγιστεί | θα έχουμε ζυγιστεί | να έχουμε ζυγιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ζυγιστεί | είχατε ζυγιστεί | θα έχετε ζυγιστεί | να έχετε ζυγιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ζυγιστεί | είχαν ζυγιστεί | θα έχουν ζυγιστεί | να έχουν ζυγιστεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζυγίζομαι
|