ζῳοθηρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζῳοθηρία < ζῷον και θήρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζῳοθηρία θηλυκό

  • το κυνήγι και η σύλληψη ζώων που τα ήθελαν ζωντανά (προσωρινά ή και για αναπαραγωγή, οι κτηνοτρόφοι)