ηθολογώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηθολογώ < ελληνιστική κοινή ἠθολογέω
Ρήμα[επεξεργασία]
ηθολογώ
- είμαι ηθολόγος ή καταγίνομαι με την ηθολογία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηθολογώ
|