ηλιακός θερμοσίφωνας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ηλιακός και θερμοσίφωνας
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ηλιακός θερμοσίφωνας αρσενικό
- η οικιακή συσκευή που θερμαίνει νερό για οικιακή χρήση αξιοποιώντας τη θερμότητα των ηλιακών ακτίνων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηλιακός θερμοσίφωνας