ηρεμίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηρεμίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
ηρεμίζω
- κάνω κάποιον ή κάτι ήρεμο, καλμάρω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηρεμίζω
|