ηφαιστειακή λίμνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηφαιστειακή λίμνη < → δείτε τις λέξεις ηφαιστειακή και λίμνη
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ηφαιστειακή λίμνη θηλυκό
- (γεωλογία, γεωγραφία) λίμνη που σχηματίσθηκε σε κρατήρα σβησμένου ηφαιστείου.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηφαιστειακή λίμνη
|