θαλία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Θάλεια

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θαλία < θάλλω, ανθίζω.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θαλία θηλυκό ( & θαλίη)

  1. αφθονία, πλούτος
  2. ευτυχία, ευθυμία
  3. θαλίαι (πληθ.) γλέντια, συμπόσια