θειαφίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θειαφίζω < θειάφι
Ρήμα
[επεξεργασία]θειαφίζω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θειαφίζω | θειάφιζα | θα θειαφίζω | να θειαφίζω | θειαφίζοντας | |
β' ενικ. | θειαφίζεις | θειάφιζες | θα θειαφίζεις | να θειαφίζεις | θειάφιζε | |
γ' ενικ. | θειαφίζει | θειάφιζε | θα θειαφίζει | να θειαφίζει | ||
α' πληθ. | θειαφίζουμε | θειαφίζαμε | θα θειαφίζουμε | να θειαφίζουμε | ||
β' πληθ. | θειαφίζετε | θειαφίζατε | θα θειαφίζετε | να θειαφίζετε | θειαφίζετε | |
γ' πληθ. | θειαφίζουν(ε) | θειάφιζαν θειαφίζαν(ε) |
θα θειαφίζουν(ε) | να θειαφίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | θειάφισα | θα θειαφίσω | να θειαφίσω | θειαφίσει | ||
β' ενικ. | θειάφισες | θα θειαφίσεις | να θειαφίσεις | θειάφισε | ||
γ' ενικ. | θειάφισε | θα θειαφίσει | να θειαφίσει | |||
α' πληθ. | θειαφίσαμε | θα θειαφίσουμε | να θειαφίσουμε | |||
β' πληθ. | θειαφίσατε | θα θειαφίσετε | να θειαφίσετε | θειαφίστε | ||
γ' πληθ. | θειάφισαν θειαφίσαν(ε) |
θα θειαφίσουν(ε) | να θειαφίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω θειαφίσει | είχα θειαφίσει | θα έχω θειαφίσει | να έχω θειαφίσει | ||
β' ενικ. | έχεις θειαφίσει | είχες θειαφίσει | θα έχεις θειαφίσει | να έχεις θειαφίσει | ||
γ' ενικ. | έχει θειαφίσει | είχε θειαφίσει | θα έχει θειαφίσει | να έχει θειαφίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε θειαφίσει | είχαμε θειαφίσει | θα έχουμε θειαφίσει | να έχουμε θειαφίσει | ||
β' πληθ. | έχετε θειαφίσει | είχατε θειαφίσει | θα έχετε θειαφίσει | να έχετε θειαφίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν θειαφίσει | είχαν θειαφίσει | θα έχουν θειαφίσει | να έχουν θειαφίσει |
|