θελκτικῶς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θελκτικῶς < ελληνιστική κοινή θελκτικ(ός) + -ῶς

Επίρρημα[επεξεργασία]

θελκτικῶς

Πηγές[επεξεργασία]