θεμελιώδης θεωρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
θεμελιώδης θεωρία θηλυκό
- (μαθηματικά) θεωρία που προβλέπει όσα συμβαίνουν σε κάποιο τομέα χωρίς να εμπεριέχει αυθαίρετα, αναιτιολόγητα ή πειραματικά δεδομένα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- μη αξιωματική θεωρία