θερμοπαρακαλώντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
θερμοπαρακαλώντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος θερμοπαρακαλάω / θερμοπαρακαλώ
θερμοπαρακαλώντας άκλιτο