θερμορυθμίσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
θερμορυθμίσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του θερμορύθμιση
- εναλλακτικά: θερμορύθμισης
θερμορυθμίσεως θηλυκό