θεσμίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
θεσμίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος θεσμίζω
- Αυτή τη φιλοσοφική διάσταση συμπληρώνει η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας με την κοινωνιολογική-ψυχαναλυτική ανάλυση για το πώς θεσμίζεται ιστορικώς το άτομο, για το πώς συμβαίνει ο εκ-κοινωνισμός της ψυχής, που αφορούν την ατομική φαντασία. (*)
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θεσμίζομαι | θεσμιζόμουν(α) | θα θεσμίζομαι | να θεσμίζομαι | ||
β' ενικ. | θεσμίζεσαι | θεσμιζόσουν(α) | θα θεσμίζεσαι | να θεσμίζεσαι | (θεσμίζου) | |
γ' ενικ. | θεσμίζεται | θεσμιζόταν(ε) | θα θεσμίζεται | να θεσμίζεται | ||
α' πληθ. | θεσμιζόμαστε | θεσμιζόμαστε θεσμιζόμασταν |
θα θεσμιζόμαστε | να θεσμιζόμαστε | ||
β' πληθ. | θεσμίζεστε | θεσμιζόσαστε θεσμιζόσασταν |
θα θεσμίζεστε | να θεσμίζεστε | (θεσμίζεστε) | |
γ' πληθ. | θεσμίζονται | θεσμίζονταν θεσμιζόντουσαν |
θα θεσμίζονται | να θεσμίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | θεσμίστηκα | θα θεσμιστώ | να θεσμιστώ | θεσμιστεί | ||
β' ενικ. | θεσμίστηκες | θα θεσμιστείς | να θεσμιστείς | θεσμίσου | ||
γ' ενικ. | θεσμίστηκε | θα θεσμιστεί | να θεσμιστεί | |||
α' πληθ. | θεσμιστήκαμε | θα θεσμιστούμε | να θεσμιστούμε | |||
β' πληθ. | θεσμιστήκατε | θα θεσμιστείτε | να θεσμιστείτε | θεσμιστείτε | ||
γ' πληθ. | θεσμίστηκαν θεσμιστήκαν(ε) |
θα θεσμιστούν(ε) | να θεσμιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω θεσμιστεί | είχα θεσμιστεί | θα έχω θεσμιστεί | να έχω θεσμιστεί | θεσμισμένος | |
β' ενικ. | έχεις θεσμιστεί | είχες θεσμιστεί | θα έχεις θεσμιστεί | να έχεις θεσμιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει θεσμιστεί | είχε θεσμιστεί | θα έχει θεσμιστεί | να έχει θεσμιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε θεσμιστεί | είχαμε θεσμιστεί | θα έχουμε θεσμιστεί | να έχουμε θεσμιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε θεσμιστεί | είχατε θεσμιστεί | θα έχετε θεσμιστεί | να έχετε θεσμιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν θεσμιστεί | είχαν θεσμιστεί | θα έχουν θεσμιστεί | να έχουν θεσμιστεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεσμίζομαι
|