θυμοφθόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ θυμοφθόρος τὸ θυμοφθόρον οἱ, αἱ θυμοφθόροι τὰ θυμοφθόρα
Γενική τοῦ, τῆς θυμοφθόρου τοῦ θυμοφθόρου τῶν θυμοφθόρων τῶν θυμοφθόρων
Δοτική τῷ, τῇ θυμοφθόρῳ τῷ θυμοφθόρῳ τοῖς, ταῖς θυμοφθόροις τοῖς θυμοφθόροις
Αιτιατική τὸν, τὴν θυμοφθόρον τὸ θυμοφθόρον τοὺς, τὰς θυμοφθόρους τὰ θυμοφθόρα
Κλητική θυμοφθόρε θυμοφθόρον θυμοφθόροι θυμοφθόρα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική θυμοφθόρω
Γενική-Δοτική θυμοφθόροιν

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θυμοφθόρος < θυμός και φθείρω

Επίθετο[επεξεργασία]

θυμοφθόρος, -ος, -ον

  • αυτός που φθείρει, καταστρέφει τη ζωή

Συνώνυμα[επεξεργασία]