ιαμβογράφου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Κλιτή μορφή ουσιαστικού[επεξεργασία]
ιαμβογράφου αρσενικό
- ιαμβογράφος, στη γενική του ενικού