κίκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κίκι < (ελληνιστική κοινή) κίκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κίκι ουδέτερο
- (φυτό) πολυετές φυτό της οικογένειας των Ευφορβιοειδών, αυτοφυές στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, την ανατολική Αφρική και την Ινδία, απ' το οποίο εξάγεται το ρετσινόλαδο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- ρετσινολαδιά
- ρίκινος (ο κοινός)
- χαμοκουκιά
- κολοκκίκι
- κρότωνας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κίκι