Μετάβαση στο περιεχόμενο

πολυετής

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυετής η πολυετής το πολυετές
      γενική του πολυετούς* της πολυετούς του πολυετούς
    αιτιατική τον πολυετή την πολυετή το πολυετές
     κλητική πολυετή(ς) πολυετής πολυετές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυετείς οι πολυετείς τα πολυετή
      γενική των πολυετών των πολυετών των πολυετών
    αιτιατική τους πολυετείς τις πολυετείς τα πολυετή
     κλητική πολυετείς πολυετείς πολυετή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πολυετής < πολύ + έτος

Επίθετο

[επεξεργασία]

πολυετής, -ής, -ές

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]