κίνο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κίνο < γαλλική quine (πέντε κερδίζοντες) < λατινική quini (πέντε από το καθένα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κίνο ουδέτερο άκλιτο

  • τυχερό παιχνίδι, που παίζεται σε πρακτορεία όσο και σε διαδικτυακά καζίνο, με επιλογή αριθμών από δελτίο που έχει 80 νούμερα,

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]