καείτε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
καείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καίγομαι
- θα καείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καίγομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος καίγομαι