καίγομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]καίγομαι, πρτ.: καιγόμουν, στ.μέλλ.: θα καώ, αόρ.: κάηκα, μτχ.π.π.: καμένος
- παθητική φωνή του ρήματος καίω
- παθητική φωνή του ρήματος καίγω
- σημασίες για το αμετάβατο:
- (μεταφορικά) για έντονο συναίσθημα, επιθυμία κλπ
- (μεταφορικά) ζεσταίνομαι υπερβολικά
- ※ Όπου να πιάσεις, καίγεσαι. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)
- (στον αόριστο) για σύντομη επαφή με φλόγα που προκάλεσε πόνο
- καταστρέφομαι
- ⮡ εδώ ο κόσμος καίγεται κι αυτός το χαβά του
- για υψηλό πυρετό
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- καίγεται ο κόσμος → δείτε την έκφραση: χαλάει ο κόσμος
Κλίση
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σημασίες αμετάβατου
|