καθάριων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]καθάριων
- γενική πληθυντικού του καθάριος
- γενική πληθυντικού του καθάρια
- γενική πληθυντικού του καθάριο
καθάριων