καθαρολογώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καθαρολογώ < καθαρολόγος + -ώ
Ρήμα[επεξεργασία]
καθαρολογώ
- χρησιμοποιώ την καθαρεύουσα (γραπτώς ή προφορικώς)
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καθαρολογώ | καθαρολογούσα | θα καθαρολογώ | να καθαρολογώ | καθαρολογώντας | |
β' ενικ. | καθαρολογείς | καθαρολογούσες | θα καθαρολογείς | να καθαρολογείς | (καθαρολόγει) | |
γ' ενικ. | καθαρολογεί | καθαρολογούσε | θα καθαρολογεί | να καθαρολογεί | ||
α' πληθ. | καθαρολογούμε | καθαρολογούσαμε | θα καθαρολογούμε | να καθαρολογούμε | ||
β' πληθ. | καθαρολογείτε | καθαρολογούσατε | θα καθαρολογείτε | να καθαρολογείτε | καθαρολογείτε | |
γ' πληθ. | καθαρολογούν(ε) | καθαρολογούσαν(ε) | θα καθαρολογούν(ε) | να καθαρολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καθαρολόγησα | θα καθαρολογήσω | να καθαρολογήσω | καθαρολογήσει | ||
β' ενικ. | καθαρολόγησες | θα καθαρολογήσεις | να καθαρολογήσεις | καθαρολόγησε | ||
γ' ενικ. | καθαρολόγησε | θα καθαρολογήσει | να καθαρολογήσει | |||
α' πληθ. | καθαρολογήσαμε | θα καθαρολογήσουμε | να καθαρολογήσουμε | |||
β' πληθ. | καθαρολογήσατε | θα καθαρολογήσετε | να καθαρολογήσετε | καθαρολογήστε | ||
γ' πληθ. | καθαρολόγησαν καθαρολογήσαν(ε) |
θα καθαρολογήσουν(ε) | να καθαρολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καθαρολογήσει | είχα καθαρολογήσει | θα έχω καθαρολογήσει | να έχω καθαρολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις καθαρολογήσει | είχες καθαρολογήσει | θα έχεις καθαρολογήσει | να έχεις καθαρολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει καθαρολογήσει | είχε καθαρολογήσει | θα έχει καθαρολογήσει | να έχει καθαρολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καθαρολογήσει | είχαμε καθαρολογήσει | θα έχουμε καθαρολογήσει | να έχουμε καθαρολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε καθαρολογήσει | είχατε καθαρολογήσει | θα έχετε καθαρολογήσει | να έχετε καθαρολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καθαρολογήσει | είχαν καθαρολογήσει | θα έχουν καθαρολογήσει | να έχουν καθαρολογήσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καθαρολογώ
|