καθυποτάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καθυποτάζω < καθυποτάσσω < ελληνιστική κοινή καθυποτάσσω

Ρήμα[επεξεργασία]

καθυποτάζω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]