καθυποτάσσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καθυποτάσσω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καθυποτάσσω. Συγχρονικά αναλύεται σε (κατα-) καθ- + υποτάσσω (υπο- + τάσσω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.θi.poˈta.so/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐θυ‐πο‐τάσ‐σω

Ρήμα[επεξεργασία]

καθυποτάσσω, πρτ.: καθυπέτασσα, αόρ.: καθυπέταξα, παθ.φωνή: καθυποτάσσομαι, π.αόρ.: καθυποτάχθηκα, μτχ.π.π.: καθυποταγμένος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]