καθύγρανσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
καθύγρανσης θηλυκό
- γενική ενικού του καθύγρανση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- καθυγράνσεως (λόγιο)
καθύγρανσης θηλυκό