καισαρικών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]καισαρικών
- γενική πληθυντικού του καισαρικός
- γενική πληθυντικού του καισαρική
- γενική πληθυντικού του καισαρικό