κακόπιστα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κακόπιστα < κακόπιστ(ος) + -α
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kaˈko.pi.sta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐κό‐πι‐στα
Επίρρημα
[επεξεργασία]κακόπιστα (τροπικό επίρρημα)
- με κακόπιστο τρόπο, με κακοπιστία
- ≈ συνώνυμα: κακοπίστως (λόγιο)
- ≠ αντώνυμα: καλόπιστα, καλοπίστως (λόγιο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κακόπιστα
|
|