καλικαντζούρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλικαντζούρα < (που μοιάζει με) καλικάντζαρο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καλικαντζούρα θηλυκό και καλλικαντζούρα
- γράμμα που δεν φαίνεται καθαρά ποιο ακριβώς είναι
- έχει γεμίσει το τετράδιο με καλικαντζούρες