καλικαντζούρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλικαντζούρα < (που μοιάζει με) καλικάντζαρο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καλικαντζούρα θηλυκό και καλλικαντζούρα

  1. γράμμα που δεν φαίνεται καθαρά ποιο ακριβώς είναι
    έχει γεμίσει το τετράδιο με καλικαντζούρες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]