καντζελαρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καντζελαρία < καντζελλαρία < (άμεσο δάνειο) μεσαιωνική λατινική cancelleria με απλοποίηση [ll] > [l]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καντζελαρία θηλυκό