καρπάτσιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καρπάτσιο κρέατος

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρπάτσιο < ιταλική carpaccio

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καρπάτσιο ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]