καρπάτσιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρπάτσιο ουδέτερο άκλιτο
- (γαστρονομία) έδεσμα από λεπτοκομμένες φέτες ωμού μαριναρισμένου κρέατος ή ψαριού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καρπάτσιο
|