κατάπρυμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατάπρυμα < κατάπρυμος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
κατάπρυμα
- (ναυτικός όρος) από την πλευρά της πρύμνης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατάπρυμα
|