πρύμνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρύμνη | οι | πρύμνες |
γενική | της | πρύμνης | των | πρυμνών |
αιτιατική | την | πρύμνη | τις | πρύμνες |
κλητική | πρύμνη | πρύμνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρύμνη < αρχαία ελληνική πρύμνη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρύμνη θηλυκό
- (ναυτικός όρος) το πίσω μέρος του πλοίου ή σκάφους
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρύμνη
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρύμνη θηλυκό
- ιωνικός τύπος του πρύμνα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ιωνική διάλεκτος
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)