πρυμνοδέτηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρυμνοδέτηση οι πρυμνοδετήσεις
      γενική της πρυμνοδέτησης* των πρυμνοδετήσεων
    αιτιατική την πρυμνοδέτηση τις πρυμνοδετήσεις
     κλητική πρυμνοδέτηση πρυμνοδετήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πρυμνοδετήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρυμνοδέτηση < πρυμνοδετώ + -ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρυμνοδέτηση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • πρυμνοδέτησηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)