stern

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

stern (en)

  1. αυστηρός, τραχύς, άκαμπτος
    he was a stern father
  2. βλοσυρός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stern (en)

  1. η πρύμνη