κατάφαρκτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατάφαρκτος < κατά + φαρκτός (αρχαιότερη μορφή του επιθέτου κατάφρακτος)
Επίθετο[επεξεργασία]
κατάφαρκτος
- → δείτε τη λέξη κατάφρακτος