κατέστησαν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

κατέστησαν

  1. γ' πληθυντικό οριστικής αορίστου του ρήματος καθιστώ

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

κατέστησαν

  1. γ' πληθυντικό οριστικής αορίστου του ρήματος καθίσταμαι